- τέρπος
- -εος, τὸ, Ατέρψη, τερπωλή*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω κατά τα σιγμόληκτα ουδέτερα σε -ος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερπός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπός — ὁ, Α (πιθ. δ. γρφ·) βλ. ταρπός … Dictionary of Greek
τέρπει — τέρπος neut nom/voc/acc dual (attic epic) τέρπεϊ , τέρπος neut dat sg (epic ionic) τέρπος neut dat sg τέρπω delight pres ind mp 2nd sg τέρπω delight pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπῶν — τέρπος neut gen pl (attic epic doric) τερπός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρπιος — τέρπος neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nektarios Terpos — (Greek: Νεκτάριος Τέρπος; late 17th 18th century) was a scholar and Greek Orthodox missionary of Vlach origin. He came from a wealthy family and spend his childhood in Moscopole. As a missionary he travelled in Epirus, covering vast areas from… … Wikipedia
δημοτερπής — δημοτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + τερπής < *τέρπος (το) το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α τερπής, ευ τερπής] … Dictionary of Greek
ευτερπής — εὐτερπής, ές (Α) τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] … Dictionary of Greek
τάρπη — ἡ, ΜΑ μεγάλο πλεχτό κοφίνι από κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης προέλευσης, με ευρεία ωστόσο διάδοση, από όπου και οι ποικίλες μορφές που παρουσιάζει: ταρπός και τερπός (ὁ), ταρπόνη, ταρπάνη και τερπόνη (πρβλ. αγχ όνη) και επίσης σάρπους… … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek